- ταριχοφαγία
- ἡ, Ατο να τρώει κανείς παστά ψάρια, διατροφή με παστά ψάρια.[ΕΤΥΜΟΛ. < τάριχος «παστό ψάρι» + -φαγία (< -φάγος*)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ταριχοφαγία — ταριχοφαγίᾱ , ταριχοφαγία eating of salt fish fem nom/voc/acc dual ταριχοφαγίᾱ , ταριχοφαγία eating of salt fish fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταριχοφαγίας — ταριχοφαγίᾱς , ταριχοφαγία eating of salt fish fem acc pl ταριχοφαγίᾱς , ταριχοφαγία eating of salt fish fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)